Λεβέντη μου,
δεν το ξεχνώ το πικρό γέλιο σου, τ’ αχνό,
την ώρα π’ άνοιγε πανιά και κίναγε το πλοίο,
την ώρα που ΄γνεφες αντίο, μάτι δεν έμεινε στεγνό,
την ώρα που ΄γνεφες αντίο, μάτι δεν έμεινε στεγνό.
Τάχα τι φταίει, παλληκάρι,
που διάλλεξες τον μισεμό,
που βρήκες στον ξενητεμμό
παρηγοριάς λυχνάρι,
που βρήκες στον ξενητεμμό
παρηγοριάς λυχνάρι.