Στη μια τζη πάντα θα σταθώ όντε θα τη ευλογούνε
Να δω τον πούστη τον γαμπρό που μου τόνε πενούνε.
Όταν θα στεφανώνετε θα ’ρθω στο μοναστήρι,
Να τση χαρίσω για να δω αναστεναγμό ανέ σύρει.
Όφου και πως θα τήνε δω στην εκκλησά να μπαίνει,
Κι ίντα θα λένε και για με’ του γάμου οι καλεσμένοι.
Φωνιάξετέ τση, πέτε τση, μηνύσετέ τση να ’ρθει,
Να ’κούσει αναστεναγμούς ’πο τση καρδιάς τα βάθη.
Το σ’ αγαπώ μου φαίνεται λίγο και δε με φτάνει,
Ότι για σένα αισθάνομαι μια λέξη δεν το βάνει.
Να ’χε μπορώ τον πόνο μου να τόνε φανερώσω,
Σαν από νύχια λιονταριού θαρρώ θέλα γλιτώσω.
Η σκύλα η πρώτη τζη αδερφή φαίνεται το φοράται,
Κι έβγαλε το κρεβάτι τζη στην πόρτα και κοιμάται.
Ίντα ’καμα τζη μάνας τση και σαν με δει γριβίζει,
Που να τη δω στα κασαπιά σα σκύλα να γαβγίζει.
Αν μου ΄λεγες δε σ’ αγαπώ θα το ’χα ξεπεράσει,
Τώρα η καρδιά μου όσο ποτέ φοβάται μη σε χάσει.
Κίτρινα σαν το σικοφάν έβαλες κοπελιά μου,
Κι έκανες μπούκλες τα μαλλιά κι έκαψες την καρδιά μου.
Τη φορεσά π’ αντιπαθώ βλέπω και πάλι βάνει,
Δεν ξέρω μόδα το βαστά η πείσμα μου το κάνει.
Εσύ μορφίζεις κοπελιά στο σώμα ότι κι αν βάλεις
Γι’ αυτό δεν πρόκειται ποτέ σε ντύσιμο να σφάλεις.