Παράθυρα κλειστά κι αραχνιασμένα,
στην πόρτα σκουριασμένη η κλειδαριά,
κοιτάζω με τα μάτια δακρυσμένα,
το σπίτι που το είχαμε φωλιά,
κοιτάζω με τα μάτια δακρυσμένα,
το σπίτι που το είχαμε φωλιά.
Οι μπόρες κι οι βροντές το `χουν ρημάξει,
πώς ρήμαξε κι εμάς ο χωρισμός,
μα γύρνα, η ζωή να ξαν’ αλλάξει,
χαρά να ξαναγίνει ο καημός,
μα γύρνα, η ζωή να ξαν’ αλλάξει,
χαρά να ξαναγίνει ο καημός.
Παράθυρα κλειστά κι αραχνιασμένα,
χορτάρια μέσ’ στην έρημη αυλή,
πού είσαστε, ματάκια αγαπημένα,
να πάρει το σπιτάκι μας ζωή,
πού είσαστε, ματάκια αγαπημένα,
να πάρει το σπιτάκι μας ζωή.