Ο βοριάς είναι μπαμπέσης σαν και την οχιά,
σύρε, αδέρφι, να τον δέσεις με χοντρή τριχιά,
να γλιτώσει το καλύβι που τη φαμελιά μας κρύβει.
Ο καιρός θε’ να γυρίσει
κι η φτωχολογιά θα ζήσει,
κι η φτωχολογιά θα ζήσει,
ο καιρός θε’ να γυρίσει.
Το σχοινί σου, αδέρφι, σφίχτο, στον χοντρό λαιμό,
πνίξε τον βοριά τον γύφτο, μέσ’ στον ποταμό,
να γλιτώσει το καλύβι που τη φαμελιά μας κρύβει.
Ο καιρός θε’ να γυρίσει
κι η φτωχολογιά θα ζήσει,
κι η φτωχολογιά θα ζήσει,
ο καιρός θε’ να γυρίσει.
Με ρετσινωμένο ξύλο άναψε φωτιά,
κάψε τον βοριά τον σκύλο κι άσε το νοτιά,
να γελάει στο καλύβι που τη φαμελιά μας κρύβει.
Ο καιρός θε’ να γυρίσει
κι η φτωχολογιά θα ζήσει,
κι η φτωχολογιά θα ζήσει,
ο καιρός θε’ να γυρίσει.