Ένας αλήτης σκεφτικός
μέσα στο ταβερνάκι,
πίνει να βρει την λησμονιά για μια καρδιά
που του `δωσε φαρμάκι.
Κάπελα, απόψε το κρασί
είναι πικρό, σου λέω,
φέρε μου από το καλό
να μου θολώσει το μυαλό,
να πάψω πια να κλαίω.
Ένας αλήτης στην γωνιά
έχει καημό και πίνει,
μα όσο πίνει, η πληγή αιμορραγεί
καθώς θυμάται εκείνη.
Κάπελα, απόψε το κρασί
είναι πικρό, σου λέω,
φέρε μου από το καλό
να μου θολώσει το μυαλό,
να πάψω πια να κλαίω.