Με μια βαριά φωνή,
μέλλον αχνό και δύσοσμο
σε αφήνω να τραβήξεις.
Τίποτα δε σου άφησα,
γυμνούλη σε παράτησα
μόνο να ορθοποδήσεις.
Και αν λυπάμαι δε φτάνει μόνο αυτό,
ξέρω πως πάντα θα σου χρωστώ
ό,τι κι αν μου ζητήσεις.
Κοίταξα βρε την πάρτη μου
και έβγαλα το άχτι μου,
δεν κοίταξα μπροστά μου.
Γιατί αυτός που ακολουθεί
τα μπόσικα κρατάει
και πρέπει να `ναι δυνατός,
σαν θεριεμένος αετός,
μέσα του να γελάει.
Δε σ’ έχω μάθει όμως να γελάς,
σ’ άφησα στάχτες να μετρας
και όχι βαθύ λιβαδι.