Γύφτισσα μάνα είχα εγώ,
πατέρα κάποιον Πατρινό.
Δε γνώρισ’ άνθρωπο δικό μου∙
εσύ έγινες το ριζικό μου…
Σ’ αγάπησα, βρε μασκαρά,
κι ας με κοιτάς σαν κουμπαρά…
Σου παραδόθηκ’ άνευ όρων,
βασιλιά των τζογαδόρων…
Στο πάλκο μ’ έβγαλες μικρό∙
φουστάνι μου `βαλες σκιστό.
Μου `βαλες μαύρη καλτσοδέτα
και μου το κόλλησες: «Ζανέτα».
Σ’ αγάπησα, βρε τζερεμέ,
κι εσύ με βγάζεις για… μεζέ...
Στα μπούτια μου κολλάνε «χήνες»
κάτι ρεμάλια και κηφήνες…
Για μένα `κλείσαν σπιτικά∙
φαλίρισαν αφεντικά.
Ήθελα γάμο, ήθελα σπίτι
κι εσύ γελάς, βρε λωποδύτη…
Σ’ αγάπησα, βρε χασικλή,
κι ας με λατρέψανε πολλοί.
Κι ας πέφτανε σαν τα φουντούκια,
διάλεξα πάλκο και χαστούκια…