Το μαύρο υφαντό η νύχτα αφήνει
που ολημερίς στον ουρανό κεντούσε
μ’ απ’ τη σχισμάδα του πλεχτού ξεχύνει
άστρων ασήμι που για προίκα της φυλούσε
Του ανέμου κόρη που έγειρες στην κλίνη
να σ’ αντικρίσω λίγο λαχταρούσα
αχ πρόβαλε σιμά στο παραθύρι
μες στων ματιών σου την πηγή να ξεδιψούσα
Τη μέρα βασανίζονται τα λόγια
και στης ντροπής μπερδεύονται το χτένι
μα τη νυχτιά στου φεγγαριού τ’ αλώνια
πέφτει ο μπερντές της σκοτεινιάς και τ’ ανασταίνει
Του ανέμου κόρη που έγειρες στην κλίνη
με ποιου κρασί τη σκέψη σου μεθούσες
αχ έβγα να σε δω στο παραθύρι
και σαν μισέψω να θαρρώ πως μ’ αγαπούσες