Κοιμάται ο ήλιος στα βουνά κι η πέρδικα στα δάση,
κι εσύ, πανσέ και γιασεμί,
κλείσε τα μάτια μια στιγμή,
ο ύπνος να σε πιάσει.
Μετάξι από τη Βενετιά και μάλαμα απ’ την Προύσα,
τα όνειρα σου να ντυθούν,
σαν τα δικά μου μη χαθούν,
που τόσο αγαπούσα.
Σ’ αυτό τον τόπο οι καιροί φέρνουνε καταιγίδες,
μα σώζονται, όταν ξεσπούν
από καρδιές που αγαπούν,
τα όνειρα κι οι ελπίδες.
Κι είναι κραυγή και προσταγή και πάθος του χωμάτου,
απ’ τον καρπό του άμα φας,
σα μεγαλώσεις ν’ αψηφάς,
τα βέλη του θανάτου.
Δώσε καρδιά μου στο παιδί τον πιο γλυκό σου χτύπο,
για να του κάνει συντροφιά,
μες σε βροχή και συννεφιά,
όταν εγώ θα λείπω.
Και δε με νοιάζει αν θα χαθώ, αφού θα ζεις γιά μένα,
είναι της φύσης ο σκοπός,
κι είσαι του έρωτα καρπός,
και μιας αγάπης γέννα.