Μέσα σε δάσος δροσερόν, πουκάτω σ’ έναν πεύκον
ήβρα την βρύσην που `θελα, την βρύσην που γυρεύκω
Χρόνια τζιαι χρόνια τζιαι τζιαιρούς γυρεύκω τούντην βρύσην
τζι ήβρα την τζιαι εθάρρεψα η δίψα μου έννα σβήσει
Τζι ήβρα την, μα `γελάστηκα, γιατί εν ήτουν για μένα
τζι έκρουζα, όπως κρούζουσιν που δίψαν τα σπαρμένα
Η βρύση, κόρη, ήσουν εσού, τζι ακρόστου μου, χαρώ σε
όσον τζι αν μ’ έκρουζες εσού, εγιώ πάλε αγαπώ σε
Χρόνια τζιαι χρόνια τζιαι τζιαιρούς γυρεύκω τούντην βρύσην
τζι ήβρα την τζιαι εθάρρεψα η δίψα μου έννα σβήσει
Τζι ήβρα την, μα `γελάστηκα, γιατί εν ήτουν για μένα
τζι έκρουζα, όπως κρούζουσιν που δίψαν τα σπαρμένα