Πέρναγε ο ψαράς ο φουκαράς
κάτω απ’ το μπαλκόνι της κυράς.
Είχε στο πανέρι πρώτο πράμα,
το καλύτερο της αγοράς.
Αχταπόδια! Αχταπόδια!
Αστακοί! Αστακοί!
Όποτε κοιτάξει στο μπαλκόνι
πω, πω τι παθαίνει ο φτωχός.
Γόπα και μαρίδα στο πανέρι,
αλλ’ αυτός φωνάζει συνεχώς.
Αχταπόδια! Αχ τα πόδια!
Αστακοί! Ασ’ τα ’κει!
Έρχονται κυράδες, έρχονται κι οι γάτες,
ο ψαράς αλλού βουρλίζεται.
Κάθεται η κυρία στο μπαλκόνι
λιάζεται και δε σκοτίζεται.
Αχ τα πόδια! Αχ τα πόδια!
Ασ’ τα ’κει! Ασ’ τα ’κει!