Χωρίς να ξέρω πως και που,
δώσαμε κάποιο ραντεβού.
Και όπως ήταν φυσικό, ποτέ δεν ήρθες.
Δεν ήξερα πώς να σε βρω,
να πιω το αθάνατο νερό.
Σε όσα είχες, σ’ όσα βρήκα κι όσα είπες.
Δυο ώρες μείναμε μαζί,
μα ήταν ολόκληρη ζωή.
Κι ήσουν βιβλίο μια ζωή να το διαβάζω.
Έριξα μόνο μια ματιά,
σε δυο σελίδες βιαστικά.
Κι είπα, υπάρχει ο καιρός για να σπουδάζω.
Χαμένη του σπιτιού οδός,
και τηλεφώνου αριθμός.
Ίσος να τα `γραψα, με άγχος και με λάθη.
Λέω, δεν είναι δυνατό,
στο σύμπαν να ακροβατώ.
Κάτι δεν βρήκα, στου καφέ το κατακάθι...