Εκμεταλλεύτηκες τη μαύρη ερημιά μου
και το μαράζι μιας χαμένης μου αγάπης
κι αφού εχόρτασες εσύ την αγκαλιά μου
σαν το σκουπίδι προσπαθείς να με πετάξεις.
Δεν πειράζει, δεν πειράζει
κάνε ότι σου αρέσει
κι αν πεθάνω δε με νοιάζει
απ’ τον κόσμο αυτόν τον ψεύτη
μια ζωή, μια ζωή θα λιγοστέψει.
Μέσα στη ζάλη μου και στην απελπισιά μου
βρήκες τρόπο κι εποχή να με κερδίσεις
κι αφού μου ήπιες και το αίμα της καρδιάς μου
φεύγεις και κάποιο άλλο σπίτι πας να κλείσεις.
Δεν πειράζει, δεν πειράζει
κάνε ότι σου αρέσει
κι αν πεθάνω δε με νοιάζει
απ’ τον κόσμο αυτόν τον ψεύτη
μια ζωή, μια ζωή θα λιγοστέψει.