Εγώ είμαι του ψαρά ο γιος
ο έμορφος κι ο ταπεινός
οπού πάω να ψαρέψω,
μαύρα μάτια να διαλέξω.
Ρίχνω την πρώτη καμακιά,
έλα Χριστέ και Παναγιά
και πιάνω τρεις κοπέλες
όμορφες σαν περιστέρες.
Η μια ήταν απ’ το Γαλατά,
βαστά το νου της δυνατά
και η άλλη απ’ το Νιοχώρι
του Χατζηγιαννάκη η κόρη.
Η τρίτη η μικρότερη κι
απ’ όλες η ομορφότερη
ήταν από την Πόλη
που την αγαπούσαν όλοι.
Που την αγάπαγα κι εγώ,
να την επάρω δεν μπορώ.
Το σπίτι της δεν ξέρω,
πού να πάω να τη γυρεύω.