Πίστεψα πως τα όνειρά μου θα τα ζήσω.
Πως κάτι θά’ χε και για μένα ο Θεός.
Όμως δεν έκανα τον κόπο να ρωτήσω
πόσα να δώσω και πόσα ν’ ακουμπήσω,
ενέχυρο στους πάγκους των εμπόρων των ψυχών.
Κι εκεί που άπλωνα το χέρι να ζητήσω,
το μερτικό μου να τραβήξω απ’ τη ζωή,
ήρθαν οι μπράβοι και μού’ παν να ηρεμήσω,
γιατί είχα ακόμα πολλή ψυχή ν’ αφήσω
και τα γραμμάτια δεν έχουν πληρωθεί.
Είπα: "Θ’ ανοίξω το δικό μου μονοπάτι.
Σε ποιον χρωστάω δεν ξέρω. Ούτε και γιατί."
Μα εκείνοι γέλασαν και μού’ κλεισαν το μάτι
και δήθεν φιλικά με χτύπησαν στην πλάτη.
"Έτσι νομίζεις", μου ψιθύρισαν στ’ αυτί.
Πέρασαν χρόνια και ξανά δεν μ’ ενοχλήσαν.
Δεν τους χρειάστηκε. Κατάλαβα πολλά.
Για ξεροκόμματα να σκύψω μου ζητήσαν,
ένα προς ένα τα όνειρά μου τα μετρήσαν
κι όχι όταν είπα με πετάξαν στα σκυλιά.
Μ’ έχουν διαγράψει μα καθόλου δε με νοιάζει.
Την κόλαση που φτιάξανε για μας περιφρονώ.
Είμαι ο εφιάλτης που τον ύπνο τους ταράζει.
Φαρμάκι η φωνή μου στη ζωή τους στάζει.
Τον πόνο των απόκληρων εγώ θα τραγουδώ.