Τα πνεύματα χορεύουνε με τ’ άστρα
και μας καλούν οι άλλες μας ζωές
κρυφογελούνε σαν τις πιτσιρίκες
π’ αμοληθήκαν μεσ’ στις γειτονιές.
Της μέδουσας το βλέμμα αν `πιθυμήσεις
θε να πετρώσεις πριν τη χαραυγή
μαργαριτάρι θα `ναι οι αναμνήσεις
κρυμμένο μεσ’ στου βράχου τη ρωγμή.
Στων πύργων τα στενά γονατισμένος
ξεπλένεις το μαχαίρι με ρακί
για άγριο φόνο είσαι γεννημένος
πλάνταξ’ η πλάση απόψε το κορμί.
Τυφλός από του πόθου το γινάτι
σε καταγώγια λαίμαργα κι υγρά
σε μια ζαριά ποντάρεις την Ελένη
κι ας χρόνια μάτωνες στα μακρινά.
Του κόσμου την αλήθεια μη γυρεύεις
πιο βολική στη ζήση είν’ η ψευτιά
κρυφογελά σαν τις γριές κακίστρες
μόλις τα ρούχα πλύνουν του φονιά.