Μοιάζει να τέλειωσαν όλα και παίρνει το μένος μορφή.
Πίσω στις σκέψεις η βρώμα μιας χθεσινής χαμένης γιορτής.
Κόκκινα άνθη σε δοχεία σπασμένα, σκορπάνε το αίμα σ’ αναμνήσεις νεκρές.
Νύχτες που φέγγει η αλήθεια στο χώμα, ξερνώντας το τώρα σε μια προσευχή.
Τα όνειρα πεθαίνουν κι απόψε, εισπνέοντας φόβο σε μια πόλη νεκρή,
κάθε ψευδαίσθηση κόψε και δες πως φαντάζει η αλήθεια γυμνή.
Γύρω τους θα κάτσω κλαίγοντας βουβά, κανείς να μην το μάθει,
να μην τ’ ακούσει κανείς, πως τα όνειρα μου πέθαναν νωρίς.
Πεθαίνεις κι όμως κανέναν δεν νοιάζει κι όμως διακρίνεις τόσους πολλούς,
να περνάνε από δίπλα χαζεύοντας πάλι μία βιτρίνα κενή.