Ἐγὼ εἶμαι τἄνθος τὸ παρθένο
καὶ τὸ κρυφὸ
ἀπὸ τὸν κόσμο μακρυσμένο
τὸ φῶς ρουφῶ.
Κι ἀνθῶ καὶ χαίρομαι τὰ κάλλη
ποὺ ἔχ᾿ ἡ ζωὴ
μακριὰ ἀπ᾿ τὰ πλήθη κι ἀπ᾿ τὴ ζάλη
κι ἀπ᾿ τὴ βοή.
Κι ἀπὸ τοῦ κάμπου τἄνθη τἄλλα
στέκω μακριά,
δειλό, λογόζωο, μιὰ στάλα,
μέσ᾿ στὴ σκιά.
Μέσ᾿ στὴ σκιὰ ποὺ ρίχνει ἐμπρός μου
μιὰ πέτρα ἁπλὴ
ξεχνῶ τὴν ψεύτική του κόσμου
φεγγοβολή.
Κι ἀγνώριστο, κι ἀχνό, μιὰ στάλα,
ζῶ ταιριαστὰ
μὲ τὰ λαμπρά, μὲ τὰ μεγάλα,
μὲ τἀκουστά.