Μες το τζάμι του τραίνου
εκείνος τώρα την κοιτά
κι επειδή μετακινείται
αυτή νομίζει προχωρά
απ’ το σπίτι στη δουλειά
κι απ’ τη δουλειά της πίσω πάλι
αποσκευές με άδεια καρδιά
κι ένα άδειο κεφάλι
Της λέει: «Σε βλέπω κάθε μέρα
μου είπε να σου πω ένα γεια
η κοινή, καλή μας φίλη
που τη λένε μοναξιά
«Πέντε δισεκατομμύρια
άνθρωποι σ’ όλη τη γη
κάθε βράδυ στο κλουβί τους
επιστρέφουν μοναχοί
Τι τους θέλουνε τους φίλους
έχουν υπολογιστή
ή μια τεράστια οθόνη
για να βλέπουν DVD»
Τον κοιτάζει τώρα εκείνη
και δεν έχει τι να πει
ραγισμένο προσωπείο
κι εκκωφαντική σιωπή
Πώς να κάνει τις λέξεις
κρόταλα για στυμφαλίδες
Πώς να διώξει απ’ το κορμί της
όλες τούτες τις φολίδες;
«Λες να έχω κι εγώ καρδιά;
Το αυτόματο παιχνίδι που κουρδίζει η γειτονιά…»
«Δεν είμαι εγώ, είναι μια άλλη
πίσω απ’ τα μάτια μου κοιτά
στην ασφαλή μου ανωνυμία
ένιωθα πάντα μια χαρά
πάντοτε ζούσα μες το ρεύμα
κάθε κατάρα του, ευχή
μα αν έχεις κάτι άλλο να δώσεις
εγώ σ’ ακούω με προσοχή»
Κατεβήκαν απ’ το τραίνο
στον επόμενο σταθμό
περπατούσαν στον αέρα
Πως το κάνανε αυτό;
Κοιταχτήκανε στα μάτια
κι ήτανε κι οι δυο γυμνοί
μα δεν κρύωνε κανείς τους
μήπως ήταν ζωντανοί;
«Ας μην ταράξουμε τα ζόμπι
που είναι εδώ για το μετρό
και κοιτώντας τα ρολόγια
σχολιάζουν τον καιρό»
«Όλος ο πολιτισμός τους
μονόλογοι ή συναλλαγές
Θα κάνουν ότι τους ζητήσεις
για μια βδομάδα διακοπές
Η επανάσταση θα αρχίσει
απ’ τους ανθρώπους που πετάνε
Οι έρποντες που μυξοκλαίνε
εμάς μας κάνουν να γελάμε»
«Όλος ο πολιτισμός τους
μονόλογοι ή συναλλαγές
Θα κάνουν ότι τους ζητήσεις
για μια βδομάδα διακοπές
Η επανάσταση θα αρχίσει
θα αρχίσει εδώ με μας τους δυο
Κοίτα σταμάτησε κι ο χρόνος
για να σου πω πως σ’ αγαπώ»