Μες στης πόλης την πενία και την πτώση
που πουλήθηκε και θάμπωσε το φως,
δεν υπάρχει μια ιδέα να τρυπώσει
στου γεμάτου μου μυαλού το καθεστώς.
Και ενώ η πεμπτουσία της ψυχής μου
συνοψίζεται σ`ακέραιους αριθμούς,
η φωνή των φιλοσόφων της φυλής μου
του κελιού μου δυναμώνει τους κλοιούς.
Κι εσύ παράφωνα παίζεις
κι όλο σ`αρέσει ν`ακούς,
τη φωνή μου που σβήνει
σε υπόγειους ρυθμούς.
Σαν απ`όνειρο βαθύ τα μάτια ανοίγω
και μια πόρτα αντικρίζω ανοιχτή
με κυριεύει η αγωνία να ξεφύγω
της διαρκούς ανοησίας τη σπουδή.
Στην απόκρυφη του έρωτα παγίδα
βασιλεύει μια αρχαία μουσική,
σαν υπόκρουση στην όποια μου ελπίδα
η αντίθεση του ήχου παραμένει ζωντανή.