Και να το αστέρι που κάπου πριν το καλοκαίρι είχε σβήσει
τώρα ξανάναψε φωτιά και το κρατάω από το χέρι
ζώδιό μου τυχερό.
Και να οι τρέλες που είχα ξεχάσει πώς μεθούν
με τις ομπρέλες στα ποτηράκια που σερβίρουν οι κοπέλες
που συνεχώς αδιαφορούν για τους θαμώνες
κόρες του καύσωνα που λιώνουν τους χειμώνες
που κάπως θα ξεκουραστούν.
Θέλω μπλουζιές
θέλω αρρώστια με κιθάρες και καπρίτσια.
Θέλω να νιώσω ενοχές
θέλω φωτιά να αναβοσβήνει μες στο στήθος μου απόψε
με συνεπαίρνει η ομορφιά.
Οι παραλίες γεμίσαν’ έφηβους
με ακμή, με σκουλαρίκια σε μέρη δίχως αφορμή
στον αφαλό να κάνει τον φαλλό
να θέλει να την έχει στου κόσμου εκεί τον ομφαλό.
Και στον γιαλό οι κιθαροβραδιές να παίζουνε
με ‘Λόλα’ στα ‘Παίρνει όλα’
και με ‘Μοναξιά μου όλα’ με ‘Θέλω να σε ξεπεράσω’ μα ‘Εκείνη’
και στροβιλίζει το μυαλό.
Θέλω βουτιές στο παρελθόν
θέλω γητειές και νοσταλγίες.
Θέλω να αλλάζω εποχές να πάω εκεί
στη βεράντα που είχε πάντα ένα φιδάκι
που έδιωχνε έντομα και άγχη.
Στρωματσάδα κάτω απ’ την κληματαριά
με τους παππούδες να προσέχουν τα παιδιά.
Θέλω, αν θες στους διαδρόμους της ζωής μου ν’ αρμενίζω
πάντα να νιώθω ενοχές
μαύρο - γαλάζιο να εναλλάσσεται με πάθος στους βυθούς
της αιώνιας αγάπης στην ψυχή μου.
Και σαλιαρίζω στους ανθούς.