Ἐρχόταν ἡ Ἄνοιξη
καθόταν στὸ σκουριασμένο ντεπόζιτο τῆς αὐλῆς μας
καὶ κουνούσε τὰ πόδια της.
Κι εἶταν ἕνα χαμόγελο στὸν ἀέρα,
ἕνα μεγάλο παράνομο χαμόγελο,
ἀντιφεγγίζοντας ἀπὸ μάτια σὲ μάτια,
ἀντιφεγγίζοντας ἀπὸ στόμα σὲ στόμα
Ἐτοῦτο τὸ χαμόγελο τοῦ προλετάριου.
Ἕνα παράνομο χαμόγελο
ἀντιφεγγίζοντας ἀπὸ μάτια σὲ μάτια,
ἀπὸ στόμα σὲ στόμα, ἀπὸ ὄνειρο σὲ ὄνειρο
ἕνα παράνομο χαμόγελο, σιωπηλό,
πιὸ σιωπηλό ἀπ’ τὸ σπίρτο ποὺ ἀγγίζει τὸ φιτίλι.
Ἐτοῦτο τὸ χαμόγελο τοῦ κόσμου.