Στα κομμωτήρια μέσα τα νέα ιερά
ιέρειες χτενίζουν και βάφουν τα μαλλιά.
Στο τέλος τα κομμένα, τα λόγια κι οι χρησμοί
σκουπίζονται και πέφτουν στου χρόνου τη σχισμή.
Κι ένα κομμωτριάκι με βλέμμα απλανές θέλει να
κατακτήσει του κόσμου τις χαρές.
Κρατάει το πιστολάκι σαν να `ναι τρίαινα,
στη θάλασσα της κόμης σηκώνει κύματα.
Κι ο νους της ταξιδεύει, απλώνει τα πανιά.
Άγιε Νικόλα βόηθα να πέσει μαλακά.
Ένα κομμωτριάκι με βλέμμα απλανές βγήκε να
κατακτήσει του κόσμου τις χαρές.