Φυσάει σιρόκος στις φυλλωσιές του νου
μαζεύει τ’ αγρίμια που διψούν
και πίνουν και μερεύουν.
Απ’ έξω ανασαίνει τρυγόνα το σκοτάδι
και σέρνεται στους θάμνους των άστρων.
Που πάει τόση σιωπή,
που πάει το αγρίμι γλιστρώντας στα χείλη.
Φυσάει σιρόκος στα φαράγγια του νου
μαζεύει τ’ αγρίμια που διψούν
και πίνουν κι αγριεύουν.
Απ’ έξω ανασαίνει νυχτερίδα η πίκρα
και σέρνεται στους θάμνους των άστρων.
Που πάει τόση σιωπή,
που πάει το αγρίμι ξεψυχώντας στα χείλη.