Ποτάμι που κυλάς
κάτω απ’ τα πόδια μου
τα δάκρυά μου πάρε
και πότισε μ’ αυτά
της γης τις ομορφιές.
Κι εγώ δε σε φοβάμαι, Χάρε,
μόνο και μοναχά γιατί
θε να φυτρώσουν άνθη
μέσα απ’ τα μάτια μου.
Φεγγάρι που γλιστράς
πάνω στους ώμους μου
στείλε μου έναν τρελό αχθοφόρο
τους φίλους μου να βρω
με βήμα αλαφρύ.
Κι εγώ θα σου πληρώσω φόρο
μέσ’ στης ταβέρνας την γωνιά
για χάρη σου θα πίνω
κάθε ποτήρι μου.
Κρασάκι που κυλάς
μέσα στο αίμα μου
την φλόγα κράτησε αναμμένη
να φτάσει το τραγούδι μας ως την αυγή
κι η συντροφιά η αγαπημένη
σαράκι που του τραπεζιού
τα πόδια ροκανίζεις
θα γίνεις φίλος μας.