Κάποτε ήμουνα κι εγώ
παιδάκι από τα φίνα
και η καρδιά μου επόνεσε
γιά μια γλυκιά τσαχπίνα.
Όταν την έπερνα μαζί
ο κόσμος με κοιτούσε
μ’ αυτή μου την αμόλησε
και μ’ άλλονε γυρνούσε.
Κι από το ντέρτι το πολύ
θολώνει το μυαλό μου
και η ψυχή μου η δύστυχη
σπαράζει απ’ τον καημό μου.
Και από τότε πιά κι εγώ
καμιά πιά δε γουστάρω,
την τσίκα μου πάντα τραβώ,
τον αργιλέ φουμάρω.