Τα πλοία που σαλπάρανε δεν πήρανε κανένα,
τη Σμύρνη και το Αϊβαλί τ’ αφήσανε καμμένα.
Η θάλασσα μ’ ορφάνεψε που πήρε το γιαβρί μου,
γι’ αυτό θωρώ τα κύματα και καίγεται η ψυχή μου.
Τα χρόνια μου περάσανε μα το μαράζι μένει,
δεντρί που ξεριζώθηκε ανθούς δεν ανασταίνει.