Ερήνη, πού `σουν το πουρνό,
πού `σουν το μεσημέρι,
πού `σουν το λιοβασίλεμα,
νερατζοφιλημένη;
Μάνα νερό δεν είχαμε,
μάνα, δίψα την είχα,
και πιάνω τ’ αργυρό σταμνί,
το μαστραπά στο χέρι
και πάω στην αγιά πηγή
να πιω και να γεμίσω.
Κι αφού ήπια κι αφού γέμισα
κι απού ήθελα να φύγω
βρίσκω το νιο και κείτετο
στη βρύση και κοιμάτο.
Για σήκου νιε να πιεις νερό,
να φας κι αφράτο μήλο,
να μυριστείς βασιλικό
ν'αναστηθεί η ψυχή σου.
Και πήραν τ'άστρη το νερό,
τα νέφη το πηγάδι,
πήραν και το σταμνάκι μου
οι νυχτοπαρωρίδες.