Με τη(ν) φετεινή πλημμύρα, βρε
Όρη και βουνά επήρα
Είδα μάνα να φωνάζει, βρε
Και βαρειά ν’ αναστενάζει
Το μωρό, το μικρό, το παιδί μου
Σώσε μου το και πάρ’ τη ζωή μου
Έπεσα για να το σώσω, βρε
Κόντεψα να μη γλιτώσω
Με παρέσυρε το ρέμα, βρε
Μάνα μου δεν είναι ψέμα.
Μεσ’ το ρέμα κολυμπούσα, βρε
Να το σώσω δε(ν) μπορούσα
Μόλις βγήκα στη στεριά
Δυο παιδιά και μια γριά.
Σ’ ένα δέντρ’ ανεβασμένοι, βρε
Εγλυτώσαν οι καϋμένοι.
Περιστέρι και Μοσχάτο, βρε
Τα `καν’ όλα άνω κάτω.
Καμίνια και Αγιά Σωτήρα, βρε
τα `πνιξ’ όλα η πλημμύρα.