Όταν η άμμος τα μάτια κουράσει
Αναδύεται η πόλη ξανά
Σα να βγαίνει από αρρώστια βαριά
Της ερήμου το φως να χορτάσει
Είναι η πόλη που οι πλάνες γιορτάζουν
Των διδύμων ερώτων η γη
Κι όσοι εκεί τις σκιές τους γυμνάζουν
Στα όνειρά τους αργεί το πρωί
Μη μιλάς
Η σιωπή να σημαίνει
Μη κοιτάς
Στον καθρέφτη εγώ είμαι σύ
Η καρδιά μου
Στην θάλασσα γέρνει
Στα νερά της εσένα να δει
Ταξιδεύουν νομάδες και πάνε
Οι εραστές που αγαπήσαν πολύ
Τη φωτιά που τους καίει ρωτάνε
Η μορφή του έρωτα τους που ζει
Όταν η άμμος τα μάτια κουράσει
Αναδύεται η πόλη ξανά
Ένα τέλειο ψέμα γεννά
Που και πάλι η ζωή θ’ αντιγράψει