Εγώ όμως πρέπει εν σπηλαίω
νερό ν’ αντλώ, έχω μια δίψα
όλο να λέω κι όλο να λέω
τρία δροσερόνερα ποτάμια
στη σπηλιά με καλύψαν.
Ώσπου η ψυχή κατά το βράδυ
( άστρο στη φέξη ή στη χάση )
στη βιά της να `βγει από τον Άδη
μ’ έχει ξεχάσει.
Το κάθε τι το ξαναβρίσκω
κι έχει το μάτι μου διχάσει
φως από θάνατο κι από ίσκιο
σε πυκνά δάση.