Ένα και δυο το φανταράκι, μαζί με όλους στη γραμμή
σαρανταδυό κιλά στην πλάτη και μιαν αγάπη μακρινή
πετούν δειλά τώρα οι γλάροι, σκόνη, καψόνι, καψιμί.
Ένα και δυο ο λοχαγός του, το βράδυ στο Γερμανικό
νυστάζει και γύρω χιονίζει, ουρλιάζουν λύκοι στο βουνό
θυμάται και σιγοσφυρίζει του Καζαντζίδη ένα παλιό.
Ένα και δυο διατάζει ο χάρος πρέπει να μάθει τον εχθρό
μ’ αυτός μαθαίνει πως η Λίτσα βρήκε ένα πιο καλό γαμπρό
και το πρωί την επομένη όντας σκνίπα δε χαιρετάει το στρατηγό.
Ένα και δυο το φανταράκι, ξεφτέρι στην σκοποβολή
έμαθε να το χρόνο πάνω στο ντουβάρι,
γραμμή γραμμή πως να σκοτώνει με καρφί.