Ποιος ήτο που τραούησε εχτές βραδίς στην βίγλα
κι όλα τα δέντρη εμάρανε κι όλα ξερίζωσέ τα
και ράισε τη φυλακή, ίριξε και το κάστρο
και πλάκωσε το βασιλιά με τη βασιλοπούλα.
Mια καλογριά τ’ αφ'κράστηκε από το Αγιονόρος,
τσαλοπατεί τα ράσα της και το σταυρό της ρίχτει.
Άμε σταυρέ στην εκκλησιά, ράσα μου στ’ Αγιονόρος
κι εγιώ με το τραουιστή απόψε θα ξομείνω,
απόψε κι άλλη μια βραδιά κι ώστα να ξημερώσει
να τον χορτάσω το φιλί, πόθο να τον γεμώσω.