Μες το ποτήρι το κρασί ο γέροντας κοιτά
Σαν πειρατής παλιός αλλάζει την πορεία
Κάνει γαλέρα την ταβέρνα με πανιά
Και κάθε βράδυ λέει την ίδια ιστορία
Αύγουστος ήτανε που ανοίξαμε πανιά για την Αμέρικα
Ήτανε θυμάμαι στην προβλήτα δακρυσμένη η γριά μου μάνα
Της είχα πει πως θα γυρίσω, δώρα της έταξα
και προσευχόταν στο Θεό
να `χει μπονάτσα τον καιρό
γερό να με κρατά
Σαν κόκκος άμμου, μάνα μου, στον άνεμο σκορπίστηκα
Μες την οδύνη των κυμάτων χρόνια βυθίστηκα
Κι όλα τα δώρα που έταξα, έμπλεξα και ξέχασα
Σε αγάπες ξωτικές
Πλάνες ματιές
Γλυκές σειρήνες
Μάγισσα η θάλασσα που πάει για την Αμέρικα...
Και ήρθε ένας Αύγουστος ζεστός που ξαναγύρισα
Χωρίς τα νιάτα μου που ξόδεψα στα μακρινά λιμάνια
Κανείς δε με περίμενε
και όσους βαθιά αγάπησα
για πάντα είχανε φύγει
Μες το ποτήρι το κρασί από ώρα τελειωμένο
Η νοσταλγία του άφησε δυο δάκρυα μεθυσμένα
Το κομπολόι στα χέρια του ζωντάνεψε ξανά
Και κάθε βράδυ ίδιο ταξίδι στην ταβέρνα