Μάνος Κατράκης - Αφήγηση, Πρόζα β 歌词

Με το σούρουπο η Κοκκινιά
θύμιζε ένα απέραντο νεκροταφείο,
έρημες οι γειτονιές
σφαλισμένες οι πόρτες των σπιτιών,
σβηστά τα φώτα.
Από μακριά ακούγονταν ξεθωριασμένες
οι φωνές των γυναικών,
τα μάτια στερέψαν από δάκρυα,
τα λαρύγγια φράξανε από τα μοιρολόγια
κι απλανή τα βλέμματα .
έχουν ζωγραφισμένα τη φρίκη μέσα τους.
Τα κάρα κουβαλούσανε νεκρούς τους ήρωες
το φεγγάρι φαντάζει σκιά ενός παππά που ακολουθεί
μουρμουρίζοντας ακατάληπτα λόγια.
Στη μάντρα οι μανάδες
έχουν αγκαλιάσει τα νεκρά τους παιδιά
και τα κοιτούν και τα χαϊδεύουν και τα φιλούν
έτσι χωρίς να λένε τίποτα.
Ξάφνου, τι θέλεις αγόρι μου,
κακόμοιρο παιδί κρυώνεις
εδώ είναι ο ανθός σου μάνα μου
και σε προσέχει.
Και βγάζουν τα ρούχα τους και τα σκεπάζουν
για να το προφυλάξουν από την αυγουστιάτικη δροσιά.
Ύστερα σαν όλα να ξυπνάν μέσα τους
ξεσπάν σε μοιρολόγια.
这个歌词已经 109 次被阅读了