Μάτια μου, μάτια μου
Μάτια μου, γλυκό μου γέλιο,
μες το δάκρυ σας το μέλιο να πνιγώ, να πνιγώ.
Αφού το ‘φεραν οι δρόμοι,
η ματιά να σ’ ανταμώνει να πονώ, να πονώ.
Σαν το στάχυ πριν το θέρος, να διψώ, να υποφέρω,
να μη ζω, να μη ζω, να μη ζω.
Μάτια μου.
Μάτια μου η ζωή κυλάει
και ο δρόμος που τραβάει τι βουνό,τι βουνό.
Σε μερώνει, σ’ αγριεύει,
με αγάπες σε παιδεύει κι απορώ, κι απορώ.
Πώς τις δένει μ’ αλυσίδες,
Γόνιμες και μέρες στείρες,
και δε ζω, και δε ζω, και δε ζω.