Τα λόγια σου Ρωτόκριτε,
φαρμάκιν εβαστούσα,
ουδ’ όλπιζα ουδ’ ανήμενα
τ’ αυτιά μου ότι ακούσα.
Διώξε τσι αυτούς τσι λογισμούς
κι έγνοια καμιά μην έχης,
μη θέλης να ξαναρωτάς
το πράμα που κατέχεις.
Και πώς μπορώ να σ’ αρνηθώ·
κι α θέλω, δε μ’ αφήνει
τούτη η καρδιά, που εσύ `βαλες
στσ’ αγάπης το καμίνι.
Κι α δε θελήση η μοίρα μας
να σμίξωμεν ομάδι,
η ψη σου ας έρθη να με βρη
χαιράμενη στον Άδη.