Μαρμαρωμένο σε θωρώ πωλιό μου
αγρίμι τω Μαδάρω και δικό μου
περνάς δεν καταδέχεσαι να μείνεις
δεν τα ψηφάς τα δάκρυα εμέ κι εκείνης.
Που πας με τέτοιαν Άνοιξη, καλέ μου
που πας με τέτοιον ήλιο, ακριβέ μου
πριχού να μπεις στον βουλισμένο Άδη
άμε χαιρέτησέ τηνε τη μαύρη.
Κι αν βρεις τη σιδερόπορτα κλεισμένη
από πίσω στέκει εκείνη δακρυσμένη
και μελετά το δρόμο το μεγάλο
να ξεχωρίσει τον δικό σου ζάλο