Πάντα ο ζωγράφος της αυγής
από το μαύρο αρχίζει
να βάφει τη θολή γραμμή
και να τηνε ροδίζει
Παίρνουν τα σύννεφα φωτιά
σαν ξεραμένα χόρτα
προβαίνει ο ήλιος βιαστικά
στ’ ς ανατολής την πόρτα
Σβήνουνε τ’ άστρα τ’ ουρανού
στης λίμνης τη γυαλάδα
σπαθί η αχτίνα και περνά
της πόρτας τη σχισμάδα
Κόβει στα δυο τον καναπέ
τα κάγκελα το στρώμα
αγγίζει χείλια και μαλλιά
στ’ ονειρεμένο σώμα