Ο γάιδαρος ο Μανωλιός
είναι δεμένος ο φτωχός
κάτω απ’ τον ήλιο
καψερός και παραπονεμένος.
Φορτωμένος μια ζωή
τώρα που δεν πολλά κρατεί
έρμος είναι μοναχός
κι απ’ όλους ξεχασμένος.
Χαμάλης και κουβαλητής
σαμάρι του φορούσανε
γι’ αυτό τον αγαπούσανε,
τους έβγαζε απ’ τον κόπο.
Γι’ αντάλλαγμα στο Μανωλιό
ένα σκοινί για το λαιμό
τέτοιο που να μη μπορεί
να πάει σ’ άλλο τόπο.
Μα έχει υπομονή γαϊδουρινή
και περιμένει κάποιος να φανεί
που λεύτερο να τον αφήσει,
λεύτερος να πάει να ζήσει.