Πες τραγούδια γλυκά
που χαϊδεύουν τ’ αφτί
σαν το ποταμάκι που κυλά σοφό
και ξέρει τη μοναδική
γιατρειά για την καρδιά μου
που `χει χωριστεί.
Κι είναι η μια στο Θεό
κι η άλλη μες στο κακό
ποιος θα το φανταζόταν
πως θα `φτανε να κάμει τέτοιο φονικό
και κανένας δεν μιλάει τούτο το καιρό
Τι να πει και η κόρη
με στα μαύρα κλαίγει
έχασε τον άντρα μόλις που φτάσε σαράντα
από πιστολιά
του πατέρα της η σφαίρα έβγαλε φωτιά.
Τώρα μες στη στενή
για να εκτίσει ποινή
μια ολόκληρη ζωή χαμένη
περιμένει μέσα στο κελί
τι τραγούδια να σου γράψω
δόλια μου ψυχή.