Κάποτε τον παλιό καιρό
καιρό τον τελευταίο
οι άνθρωποι επίνανε
καφέ κοπανισμένο.
Και μια κυρία θεριακλού
που ο νους σου δεν την βάνει,
χωρίς καφέ δεν μπόραγε
ούτε λεπτό να κάνει
Κι μια ημέρα του καφέ
εβγήκε να ψωνίσει
τον έδωσε του καφετζή
να τις τον κοπανήσει.
Θέλω του λέει καφετζή
να μου τον κάνεις φίνο,
εσύ θα μου τον κοπανάς
κι εγώ θα σου τον ψήνω.
Του καφετζή του άρεσε
η προσφορά εκείνη
κι απ’ το πολύ κοπάνισμα
σαν τσίρος είχε γίνει.
Νύχτα και μέρα διαρκώς
απάνω στην δουλειά του
κατάντησε αγνώριστος
και παίξανε τ’ αυτιά του.
Και λέει μια μέρα στην κυρά
προτού να κακαρώσω
θα πρέπει το κοπάνισμα
σ’ άλλον να παραδώσω.
Γιατί εγώ παράκαιρα
δε θέλω να πεθάνω
και να τεθεί η επιγραφή
στον τάφο μου απάνω.
Ενθάδε κείται
ο πολλούς καφέδες κοπανήσας
και εις το τέλος σαν σκυλί
ελεεινοτοπήσας.
Και η κυρά μου η καλή
με την καρδιά μεγάλη
επλήρωσε και έβγαλε
εις το χωριό ντελάλη.
Και οι λεβέντες του χωριού
πον’ τι και της αξίζουν,
εδήλωσαν πως δωρεάν
θα της τον κοπανήσουν, τον καφέ!