Φυγάδες της τρέλλας,
μπροστά προχωράμε κι η τρέλλα από πίσω,
με σώας τας φρένας,
στα μάτια φοβάμαι να την αντικρίσω,
κρατάει το πιστόλι,
γελάει, με κράζει, στο μαύρο μου χάλι,
κοιτάξτε την όλοι,
το δάχτυλο βάζει, πατάει τη σκανδάλη.
Φρουρός στο σκοτάδι,
η σκέψη λαχείο, ο εχθρός καραμέλα,
φοβάμαι, το βράδυ,
μην έρθει στις δύο, περίπολο η τρέλλα,
και πριν καταλάβω,
μου το `πε, στην ψύχρα, προχθές, στο σκοτάδι,
πως αν σε προλάβω,
θα κόψω μια τρίχα, μπαμ κι έξω, στραβάδι.
Ανοίγεις καρτέλλα
και σβήνεις μια μέρα, τη βλέπεις ωραίος,
ψωνίζεις την τρέλλα
με κόστος μια σφαίρα κι αφήνεις και χρέος,
τραγούδια παιάνες,
φτηνοί τσαμπουκάδες, συστήματα σάπια,
παλιές καραβάνες,
στηρίζουν Ελλάδες που σφάζουν με χάπια,
που σφάζουν με χάπια, που σφάζουν με χάπια,
που σφάζουν με χάπια.