Ψιλή βροχή, πικρή βροχή
στη γειτονιά μας βόσκει,
τα μαγαζάκια κλείσανε,
έκλεισε και το κιόσκι.
Την έρμη τη φτωχολογιά
κανένας δεν τη βλέπει,
του εργάτη σφίγγεται η γροθιά
μέσα στην άδεια τσέπη.
Δακρύζουνε τα ηλεκτρικά,
δακρύζει κι η ψιχάλα,
η λάσπη αυγάτισε πολύ,
ώρα να φτιάξουμ’ άλλα.
Την έρμη τη φτωχολογιά
κανένας δεν τη βλέπει,
του εργάτη σφίγγεται η γροθιά
μέσα στην άδεια τσέπη.