Σ’ αυτού του κόσμου το σκοτάδι,
Που να `βρει πια ανατολή,
Λείπει της μάνας του το χάδι
Και του πατέρα το φιλί.
Παιδί που διώξανε οι σφαίρες ,
Που να `βρει τόπο να σταθεί,
Σφαγές του μίσους και φοβέρες,
Συμπόνια πως και που να βρει,
Η πείνα όταν τον θερίζει
Και κίνδυνο παντού αντικρίζει .
Ανάσα μόνη του κι ελπίδα,
Απλών ανθρώπων η καρδιά,
Λάμπει σαν ήλιου ηλιαχτίδα,
Φέρνει το φως μεσ’ τη ματιά.
Κάθε παιδί ήλιου `λιαχτίδα
το χαμογέλιο του και μια αυγή,
εκείνο τ’ αύριο ειν’ η ελπίδα,
σπόρος που ζει σ’ αυτή τη γη,
το κλάμα ακούστε , τη φωνή του
και αγκαλιάστε την ψυχή του.
Ακούστε όλοι τις φωνές τους,
Του πόλεμου παιδιά μιλούν,
Η φτώχια δέρνει τις ζωές τους,
Χιλιάδες γύρω τους πεινούν.
Παιδί που διώξανε οι σφαίρες ,
Που να `βρει τόπο να σταθεί,
Σφαγές του μίσους και φοβέρες,
Συμπόνια πως και που να βρει,
Η πείνα όταν τον θερίζει
Και κίνδυνο παντού αντικρίζει .