Παίρνει ο Μαυριανός φωνή
στο βασιλιά και λέει,
στο βασιλιά και λέει.
Σαν το λουλούδι το κλειστό,
το γιασεμί το άσπρο,
έχω κι εγώ μιαν αδερφή
π’ αλήθεια, δεν πλανιέται,
π’ αλήθεια, δεν πλανιέται.
Ο βασιλιάς σαν τ’ άκουσε,
γυρίζει και του λέει.
Στην αδελφή σου, Μαυριανέ,
στέλνω ευθύς χρυσάφι,
της στέλνω χίλια άλογα,
ασήμι και λογάρι.
Της θάλασσας τα κύματα
και του βυθού κοράλλια, και του βυθού
και τα μικρά τα όστρακα.
Αν την πλανέσω, Μαυριανέ,
σου παίρνω το κεφάλι,
μα πάλι, σαν δεν πλανευτεί,
σε κάνω βασιλιά μου.
Πουλιά, χελιδονόψαρα,
χτενίζουν τα μαλλιά της,
χίλιοι καλοί,
της θάλασσας τα κύματα
φιλούν τα δάχτυλά της,
φιλούν τα δάχτυλά της.