Πού είναι η Κρήτη του παραμυθιού
η μάνα που ονειρευτήκανε
να τηνε δούνε Ρήγισσα
τώρα την έχουνε μπροστά τους μαυροντυμένη
με το φαρμάκι στο στόμα
εφτά φορές χαροκαμένη
πατημένη από φουρτούνα και συννεφιά
Ω γης, καλοθεμελιωτή γης
ανθρωποφαγούσα
η ψυχή δεν τη δέχεται
την αδικία που σου γένηκε
η καρδιά δεν το στέργει
να βγαίνει ακόμα ο ήλιος
να φέγγει το φεγγάρι
το φεγγάρι
Μια Δεύτερη Κρήτη έστειλε
πλασμένη από σύννεφα
άστραφτε πάνω απ’ τα βουνά
κι έλαμπεν από δόξα
Η παλιά δίψα
ξανάκαιγε τα σωθικά του Κρητικού
τα φλόγιζε σαν θεοτική φωτιά
η γης τους ήτανε μια χερσάδα
τα δεντρικά τους ένα κάψαλο
οι πατεράδες τους μια πληγή
κάτω απ’ το χώμα χωρίς να δούνε
τη λευτεριά