Στου Σικάγου το χειμώνα
ήτανε μια ανεμώνα
που γυρνούσε βράδυ
απ’ τη δουλειά.
Έμπαινε στ’ ανθοδοχείο
με νερό απ’ το ψυγείο
άγρια ανεμώνα
όνειρα γλυκά.
Μέσα στον ουρανοξύστη
αγκαλιά με το ξενύχτι
χίλιες πόρτες, όμως
ερημιά.
Έφτιαχνε με γύρη στίχους
γέλια άκουγε απ’ τους τοίχους
άγρια ανεμώνα
όνειρα γλυκά.
Κάποια νύχτα από τους λόφους
πήδησε όλους τους ορόφους
τα μακριά ανεμίζανε
μαλλιά.
Και στην τρίτη λεωφόρο
το κορμί της κάνει δώρο
άγρια ανεμώνα
όνειρα γλυκά
όνειρα γλυκά.
Κάποια νύχτα...
όνειρα γλυκά.