Άγουρο σταφύλι και με κόψανε,
βάρβαρα τα δυο μου χείλη τα ματώσανε.
Εγώ δεν ήμουν για πληγές,
δεν ήμουν για μαχαίρια,
εγώ κρατούσα τ’ όνειρο
ανθό στα δυο μου χέρια.
Σαν, σαν το Χριστό θα γυμνωθώ
τη δίψα μου να σταυρωθώ,
και με το αίμα, τον ανθό
του ονείρου, να ποτίσω,
πρωτού στον άνθρωπο Ηλί,
Ηλί να ψιθυρίσω.
Πάνω απ’ το μπουμπούκι άγρια σκύψανε
μαύροι λύκοι, μαμελούκοι το συντρίψανε.
Εγώ δεν ήμουνα θεριό
θεριά για να παλέψω,
κι αν, κι αν μου σκοτώσαν τ’ όνειρο
συγγνώμην θα γυρέψω.
Σαν, σαν το Χριστό θα γυμνωθώ
τη δίψα μου να σταυρωθώ,
και με το αίμα, τον ανθό
του ονείρου, να ποτίσω,
πρωτού στον άνθρωπο Ηλί,
Ηλί να ψιθυρίσω.