Κώστας Χαριτάτος - Η Ελένη των Πατρών 歌词

Πρώτη χρονιά που φόραγα
μακρύ το παντελόνι,
είχε δυο μάτια σαν φωτιά
κι ένα κορμί, μια πυρκαγιά,
να με φουντώνει.
Ήταν το σπίτι δίπατο
κι η ανάσα μου κομμένη
να την ακούω στα σκαλιά,
τί να 'ναι αυτό που με πονά
αυτό το καλοκαίρι.
Ήταν η Ελένη των Πατρών,
κόρη γεννημένη των παθών,
άπλωσα τα χέρια μου κι εγώ, μεσημέρι,
έσταζε ο ιδρώτας στο γυμνό
σώμα γυρισμένο στο πλευρό,
έλιωσα στο πρώτο μυστικό καλοκαίρι.
Ήλιος που καίει το λαιμό
κι η αγάπη μου πιο πέρα
κι όπως λουζότανε στο φως.
όπως την έπλασε ο Θεός,
αγάπησα τη μέρα.
Ήλιος και θάλασσα κι αφρός
κι η αγάπη μου να γέρνει
σαν ταξιδάκι αλαργινό
στων ηδονών τον ουρανό
να με πηγαίνει.
Ήταν η Ελένη των Πατρών,
κόρη γεννημένη των παθών,
άπλωσα τα χέρια μου κι εγώ, μεσημέρι,
έσταζε ο ιδρώτας στο γυμνό
σώμα γυρισμένο στο πλευρό,
έλιωσα στο πρώτο μυστικό καλοκαίρι.
Μια νύχτα χάθηκε στο φως
σαν έμπαινε ο Σεπτέμβρης,
μείναν’ τα όνειρα μισά,
σε λίγο αρχίζαν τα σχολειά,
τετράδια στο χέρι.
Το πρώτο χνούδι έσβησε
κι αρχίνησε ένα γένι
να μού γυρίζει στα κλεφτά
υγρά τα χείλια στα φιλιά,
μεγάλο καλοκαίρι.
这个歌词已经 332 次被阅读了