Πρώτη χρονιά που φόραγα
μακρύ το παντελόνι,
είχε δυο μάτια σαν φωτιά
κι ένα κορμί, μια πυρκαγιά,
να με φουντώνει.
Ήταν το σπίτι δίπατο
κι η ανάσα μου κομμένη
να την ακούω στα σκαλιά,
τί να 'ναι αυτό που με πονά
αυτό το καλοκαίρι.
Ήταν η Ελένη των Πατρών,
κόρη γεννημένη των παθών,
άπλωσα τα χέρια μου κι εγώ, μεσημέρι,
έσταζε ο ιδρώτας στο γυμνό
σώμα γυρισμένο στο πλευρό,
έλιωσα στο πρώτο μυστικό καλοκαίρι.
Ήλιος που καίει το λαιμό
κι η αγάπη μου πιο πέρα
κι όπως λουζότανε στο φως.
όπως την έπλασε ο Θεός,
αγάπησα τη μέρα.
Ήλιος και θάλασσα κι αφρός
κι η αγάπη μου να γέρνει
σαν ταξιδάκι αλαργινό
στων ηδονών τον ουρανό
να με πηγαίνει.
Ήταν η Ελένη των Πατρών,
κόρη γεννημένη των παθών,
άπλωσα τα χέρια μου κι εγώ, μεσημέρι,
έσταζε ο ιδρώτας στο γυμνό
σώμα γυρισμένο στο πλευρό,
έλιωσα στο πρώτο μυστικό καλοκαίρι.
Μια νύχτα χάθηκε στο φως
σαν έμπαινε ο Σεπτέμβρης,
μείναν’ τα όνειρα μισά,
σε λίγο αρχίζαν τα σχολειά,
τετράδια στο χέρι.
Το πρώτο χνούδι έσβησε
κι αρχίνησε ένα γένι
να μού γυρίζει στα κλεφτά
υγρά τα χείλια στα φιλιά,
μεγάλο καλοκαίρι.